Του Γιώργου Βοσκόπουλου
Για τους διεθνολόγους η παραίτηση μίας εθνικής ηγεσίας από το αποκλειστικό προνόμιο να προασπίζεται το εθνικό συμφέρον έχει την ίδια σημασία με την τήξη του πυρήνα ενός αντιδραστήρα για έναν πυρηνικό φυσικό. Είναι η ιστορική στιγμή της αποκάλυψης όταν η τήξη του πυρήνα συλλογικότητα – πολιτικό σύστημα – εθνικό συμφέρον απελευθερώνει επικίνδυνες για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία δυνάμεις. Οι δυνάμεις αυτές σήμερα δεν αμφισβητούν απλά την ικανότητα διαχείρισης του εθνικού ζητήματος από πλευράς ηγεσίας, αλλά, και αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό, των κινήτρων δράσης της ηγεσίας. Αυτό απειλεί τη χώρα περισσότερο από κάθε πιστωτικό γεγονός.
Η στάση των ευρωπαίων εταίρων έναντι της δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η χώρα εμφορείται από ένα συνονθύλευμα κανιβαλισμού, υιοθέτηση πολιτικών τιμωρίας της χώρας, εκπαραθύρωση κάθε έννοιας δικαίου και αλληλεγγύης.
Με τη σειρά του το Μεσοπρόθεσμο ενέχει έναν μεταφυσικό χαρακτήρα, αφού κάποιοι εκτιμούν ότι από τη βίαιη αποδόμηση των πάντων θα γεννηθεί το καινούργιο. Αναμένουν ότι από τη βιβλική, συστημικής υφής, καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας θα επιβιώσει μία κιβωτός ολίγων οι οποίοι θα αποτελέσουν το εφαλτήριο μίας νέας Ελλάδας. Οι εταίροι μας επιβάλλουν κανόνες κοινωνικού κανιβαλισμού υπερκαλύπτοντας θεμελιώδεις κανόνες αναλογικότητας, ενταφιάζοντας παράλληλα την όποια αρχή επικουρικότητας. Αυτό δεν συνιστά σε καμία περίπτωση μία πολιτική αλληλεγγύης.
Η ένταση των μέτρων αξιολογήθηκε από ανεξάρτητους συμβούλους επί θεμάτων δημόσιου χρέους και ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ ως μία «πιθανή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αφού «οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις πιθανότατα θα επηρεάσουν σοβαρά την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και συνεπώς τα ανθρώπινα δικαιώματα του ελληνικού λαού». Η ανυπαρξία εθνικής κόκκινης γραμμής ανάγκασε τους Συμβούλους του ΟΗΕ να λειτουργήσουν ως προασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων, αφού η χώρα δεν διαθέτει εθνικό κέντρο χάραξης στρατηγικής.
Ο ΟΗΕ ζητά εμφατικά από την ελληνική κυβέρνηση να «εφαρμόσει μία εξισορροπημένη πολιτική λιτότητας και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λαμβάνοντας υπόψη των πρωτοκαθεδρία των υποχρεώσεων του κράτους έναντι του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ουσιαστικά ο ΟΗΕ διαδραματίζει το ρόλο που απεμπόλησε αυτοβούλως το εθνικό κέντρο. Για όσους θεραπεύουμε τις διεθνείς σχέσεις και την αμφίδρομη σχέση συλλογικοτήτων και ηγεσιών η συμπεριφορά αυτή από πλευράς του εθνικού κέντρου συνιστά μία βιβλική καταστροφή για το λαό και πράξη αυτο-παραίτησης από πλευράς ηγεσίας.
Συνεχίζοντας το μάθημα πατριωτισμού και συνταγματικής ευνομίας στην ελληνική ηγεσία και δίνοντας παράλληλα ένα μάθημα ανθρωπισμού, αρχών και αξιών στους ευρωπαίους εταίρους μας οι Σύμβουλοι του ΟΗΕ επισημαίνουν ότι «η αύξηση της φορολογίας, η περικοπή των δημόσιων δαπανών και τα μέτρα ιδιωτικοποιήσεων θα πρέπει να υλοποιηθούν με τρόπο που να μην επιφέρουν ανυπέρβλητα δεινά στον ελληνικό λαό. Τα χρέη μπορούν να εξυπηρετηθούν αποκλειστικά από την ύπαρξη εσόδων…Μία λιμνάζουσα οικονομία δεν μπορεί να παράγει έσοδα και οδηγεί σε μειωμένη ικανότητα αποπληρωμής των χρεών. Απαιτείται μεγαλύτερος χρόνος υλοποίησης των διαρθρωτικών αλλαγών». Ο ανεξάρτητος ειδικός σύμβουλος του ΟΗΕ κλίνει την αναφορά του επισημαίνοντας ότι «το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ΕΚΠ θα πρέπει να έχουν επίγνωση της επίδρασης των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής στα ανθρώπινα δικαιώματα σε χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως η Ελλάδα…Δεν θα υπάρξει βιώσιμη λύση στα χρέη κυρίαρχων κρατών αν δεν ληφθούν υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Οι παραπάνω παρατηρήσεις καλύπτουν μία μόνο πτυχή του ζητήματος που κανείς από την ηγεσία δεν έθεσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η ηγεσία της χώρας εξαντλεί το μπραβάντο της στο εσωτερικό κάνοντας επίδειξη ισχύος στον συνταγματικό εντολέα της. Ο ρόλος των ηγεσιών έχει αναλυθεί με κριτήριο τις παρενέργειες της παγκοσμιοποίησης και της φενάκης της παγκόσμιας διακυβέρνησης για τη δημοκρατία και την ικανότητα των συλλογικοτήτων να προωθήσουν ή προασπιστούν εθνικούς στόχους. Εύλογα υποστηρίζεται ότι στις “αναδυόμενες νέες μορφές διακυβέρνησης των διεθνών αγορών οι εθνικές κυβερνήσεις θα διαδραματίζουν το ρόλο του αρωγού/εντολοδόχου μιας παγκόσμιας/διεθνούς οντότητας”. Ο προβληματισμός που προκύπτει από τα παραπάνω εστιάζεται στο κατά πόσον οι εθνικές πολιτικές ελίτ θα αποτελούν αξιόπιστους εκπροσώπους των τοπικών κοινωνιών. Μέχρι σήμερα ο ρόλος των εθνικών ηγεσιών προσδιορίζονταν με αποκλειστικό γνώμονα την αμφίδρομη σχέση τους με το τοπικό στοιχείο, καθώς οι εθνικές ελίτ, ως η “κυρίαρχη μειονότητα” ενός υπο-εθνικού περιβάλλοντος λειτουργούσαν με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της τοπικής κοινωνίας. Σήμερα αυτό αμφισβητείται σοβαρά και όχι ατεκμηρίωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου