Μή με παίρνεις τηλέφωνο. Ποτέ και για κανένα λόγο. Δε θέλω. Δεν μου αρέσει. Μισώ το τηλέφωνο. Όχι την τηλεφωνική συσκευή, την ιδέα. Την τηλεφωνία. Πιστεύω ότι είναι μια τεχνολογία παρωχημένη και δυσλειτουργική και δεν έχει καμία πρακτική χρησιμότητα για πολλούς σύγχρονους ανθρώπους. Ενάμιση αιώνα υπάρχει. Φτάνει. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να μη συμμερίζεσαι την οργή μου και ότι μπορεί να σου φαντάζει παράλογη και βλακώδης, εσύ, με το «απεριόριστα» πακέτο κινητής τηλεφωνίας και το handsfree στο αυτί, εσύ που δε μπορείς να μη μιλάς στο τηλέφωνο ούτε όταν οδηγείς το αυτοκίνητό σου. Οπότε εξηγούμαι:
Τα τελευταία χρόνια έχω καταλήξει να πιστεύω ότι το να σε παίρνει κάποιος τηλέφωνο είναι τρομερή αγένεια και μια βάναυση παραβίαση της ιδιωτικότητας του ατόμου. Σκέψου το λίγο: Είναι ένας άνθρωπος κάπου και αποφασίζει ότι τώρα αμέσως πρέπει εγώ να διακόψω ό,τι κάνω και να του δώσω την αμέριστη προσοχή μου. Κι επειδή έτσι γουστάρει κι έτσι επιλέγει, εγώ είναι υποχρεωμένος να υπακούσω, να σηκώσω το τηλέφωνο και να του μιλήσω.
Πλέον κάθε φορά που κάποιος με παίρνει τηλέφωνο νιώθω και λίγο προσβεβλημένος. Νιώθω ότι αυτός που με παίρνει υποθέτει ότι ο χρόνος του είναι πιο πολύτιμος από το δικό μου, και απαιτεί μιαν υπηρεσία την οποία δεν ξέρει αν εγώ είμαι έτοιμος να του την προσφέρω.
Καθώς δεν μπορώ ακόμα να έχω ρομπότ-γραμματέα να ασχολείται μ’ αυτά τα πράγματα, το αντιμετωπίζω πια ως εξής: Όταν χτυπάει το κινητό μου, συνήθως δεν το σηκώνω. Δεν ελέγχω ποιος παίρνει –δε με νοιάζει ποιος παίρνει. Επιλέγω ότι αυτήν εδώ τη στιγμή δεν θέλω να μιλήσω. Κάνω κάτι άλλο. Είμαι απασχολημένος. Θα μιλήσω όταν έχω χρόνο. Θα πάρω αργότερα, όταν εγώ θέλω. Ή, αν δε θέλω, δε θα μιλήσω και ποτέ.
Κάποτε, όταν το τηλέφωνο ήταν ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις με κάποιον που βρισκόταν μακριά, την αποδεχόμασταν όλοι μαζί την ενόχληση. Δε μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά. Υπογράφαμε μιαν άτυπη κοινωνική σύμβαση σύμφωνα με την οποία το τηλεφώνημα δεν θεωρείται faux pas, με αντάλλαγμα τη δυνατότητα να κουβεντιάζουμε για το τελευταίο επεισόδιο του «Μπέβερλι Χιλς» με την τάδε Κατίνα από το παραδίπλα προάστιο.
Αλλά πλέον τα πράγματα άλλαξαν. Πια υπάρχουν ένα σωρό εναλλακτικοί τρόποι επικοινωνίας. Όλη μέρα καθόμαστε μπροστά ή κοντά σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι συσκευές που έχουμε στην τσέπη δεν είναι πια ενισχυμένα γουόκι τόκι, είναι κανονικά κομπιούτερ, μόνιμα συνδεδεμένα στο Ίντερνετ. Το τηλεφώνημα δεν είναι πια ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσεις με κάποιον που βρίσκεται μακριά, οπότε εκείνη η άτυπη σύμβαση παύει να ισχύει, και αυτόματα το τηλεφώνημα γίνεται το faux pas που στην πραγματικότητα είναι.
Και έτσι κι εσύ χάνεις το δικαίωμα να με παίρνεις όποτε σου καπνίσει τηλέφωνο.
Δεν αστειεύομαι. Το λέω σοβαρά.
Υπάρχουν τόσοι τρόποι να επικοινωνήσει κανείς μαζί μου, που πραγματικά δεν χρειάζεται ποτέ να μου τηλεφωνήσεις. Αν θέλεις κάτι να μου πεις, μπορείς να μου στείλεις ένα σύντομο e-mail. Ή ένα μακροσκελές e-mail. Αργά ή γρήγορα θα το διαβάσω οπωσδήποτε, είτε στο κομπιούτερ είτε στο κινητό είτε στο iPad και, αν θέλω και όταν προλάβω, θα σου απαντήσω. Μπορείς ακόμα να μου κάνεις mention στο Twitter. Να αφήσεις ένα σχόλιο εδώ αποκάτω. Ή να μου στείλεις μήνυμα στο Facebook. Ή στο WhatsApp. Ή στο Skype. Ή στο LinkedIn. Ή να κάνουμε Hangout στο Google+. Ή, αν είναι κάτι επείγον, να μου στείλεις αυτό το παλιομοδίτικό πράγμα, το SMS.
Είναι τόσοι οι τρόποι με τους οποίους μπορείς να μου πεις αυτά που θέλεις χωρίς να εισβάλλεις με αγένεια στην καθημερινότητά μου που, πραγματικά, δεν σου μένει απολύτως κανένας λόγος για να με πάρεις τηλέφωνο. Η μόνη περίπτωση που θα το δικαιολογούσα είναι αν, ας πούμε, πέθαινες και χρειαζόσουν επειγόντως τη βοήθειά μου κι ένας βράχος σου είχε παγιδεύσει το χέρι και δε μπορούσες να γράψεις SMS. Τότε το καταλαβαίνω. Θα ήσουν αναγκασμένος να με πάρεις τηλέφωνο.
Απλά μην περιμένεις ότι θα στο σήκωνα κιόλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου