Μια σειρά από γεγονότα που έχουν σχέση με την οικονομική ύφεση και τις επιπτώσεις της, στάθηκαν ικανά να μειώσουν την ατμοσφαιρική ρύπανση στη Θεσσαλονίκη!
Μέσα στο 2010 μειώθηκαν οι εκπομπές των αέριων ρύπων από τις τρεις πιο σημαντικές πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης, τις μεταφορές, τη θέρμανση και τη βιομηχανία σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Περιβαλλοντολόγου Μάξιμου Πετρακάκη, προϊσταμένου του τμήματος Περιβάλλοντος του Δήμου Θεσσαλονίκης, όπως αυτές διατυπώθηκαν σε συνέντευξη Τύπου της Αντιδημαρχίας Περιβάλλοντος, Ποιότητας Ζωής και Ελεύθερων Χώρων που δόθηκε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Περιβάλλοντος.
Μεταξύ των άλλων ο κ. Πετρακάκης, που παρέθεσε στοιχεία τα οποία καταγράφηκαν από το Δημοτικό Δίκτυο Σταθμών Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης, επισήμανε:
«Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης, οδήγησε τα περισσότερα σπίτια να μειώσουν την κατανάλωση καυσίμου για θέρμανση. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε επίσης και ο ήπιος χειμώνας του 2010, γεγονός που βοήθησε τα νοικοκυριά να καταναλώσουν λιγότερο πετρέλαιο από τα προηγούμενα έτη για τη θέρμανση του σπιτιού τους.
Ταυτόχρονα, η αλματώδης αύξηση στην τιμή της βενζίνης, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη ακρίβεια, τις μειώσεις μισθών και την ανεργία, αποτέλεσε τη βασική αιτία για τον περιορισμό των μετακινήσεων των Θεσσαλονικέων.
Οι πολίτες περιόρισαν τις μετακινήσεις με το ΙΧ, ενώ γύρισαν την πλάτη και στα ταξί, που πλέον κάνουν ουρές χωρίς να κινούνται στις πιάτσες. Παράλληλα, τα αυξημένα τέλη κυκλοφορίας και συντήρησης των οχημάτων οδήγησαν αρκετούς πολίτες να προχωρήσουν σε προσωρινή ακινησία των ΙΧ αυτοκινήτων τους (κατάθεση πινακίδων στις Εφορίες).
Τέλος, η μειωμένη ζήτηση οδήγησε σε μείωση της βιομηχανικής δραστηριότητας και στο κλείσιμο ορισμένων επιχειρήσεων. Έτσι, η οικονομική ύφεση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι εκπομπές των αέριων ρύπων από τις τρεις πιο σημαντικές πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης, τις μεταφορές, τη θέρμανση και τη βιομηχανία. Με βάση τα παραπάνω, η οικονομική κρίση του 2010 φαίνεται να είχε σαν παράπλευρη θετική επίπτωση τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη».
Ανοίγοντας τη συνέντευξη Τύπου, ο Αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος Ποιότητας Ζωής και Ελεύθερων Χώρων Κωνσταντίνος Ζέρβας ανέφερε ότι ο Δήμος Θεσσαλονίκης, από την πλευρά του, πρωτοστατεί με έργα σε τομείς, όπως το πράσινο και η καθαριότητα, στα οποία έχει την κύρια ευθύνη, και προσπαθεί για το καλύτερο σε άλλους τομείς, όπως ο έλεγχος του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος, η ρύπανση του Θερμαϊκού, η προστασία του Σέιχ Σου, η ανακύκλωση, η προστασία των αδέσποτων ζώων, η καταπολέμηση των κουνουπιών και άλλων που σχετίζονται με την αναβάθμιση του περιβάλλοντος της πόλης.
Όπως επισήμανε, «όλοι πλέον κατανοούμε ότι είναι επείγον να εξασφαλίσουμε ένα περιβάλλον στις πόλεις μας που να είναι υγιεινό, κοινωνικά δίκαιο, ανεκτικό και δημιουργικό, αισθητικά ευχάριστο, οικονομικά παραγωγικό και ικανό να συμβιώνει με τη φύση που υπάρχει μέσα στην πόλη ή την περιβάλλει, ακόμη και σε μεγάλη απόσταση. Κι όλα αυτά, όχι μόνο για το σήμερα, αλλά και για το μέλλον των επόμενων γενεών, στις οποίες οφείλουμε να παραδώσουμε τον πλανήτη στην ίδια κατάσταση που τον παραλάβαμε, αν όχι σε καλύτερη.
Τα στοιχεία για την εξέλιξη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη σύμφωνα με τα στοιχεία του Τμήματος Περιβάλλοντος της Αντιδημαρχίας Περιβάλλοντος, Ποιότητας Ζωής και Ελεύθερων Χώρων
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ Ι. ΠΕΤΡΑΚΑΚΗ, ΔΡ. XΗΜΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΥ, ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αστικές, κυρίως, περιοχές στην Ευρώπη είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση. Η παραπάνω διαπίστωση οδήγησε το Δήμο Θεσσαλονίκης στη δημιουργία ενός Δικτύου Σταθμών Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης, με βασικό στόχο την έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση των τοπικών αρχών, του τύπου και των πολιτών για την αξιολόγηση σε καθημερινή βάση και τη διαχρονική εξέλιξη των επιπέδων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην πόλη μας.
Σήμερα, στην περιοχή ευθύνης του Δήμου Θεσσαλονίκης, λειτουργούν τρεις κυκλοφοριακοί σταθμοί, δύο σταθμοί αστικού υποβάθρου και ένας πειραματικός σταθμός. Οι ελεγχόμενοι ρύποι περιλαμβάνουν τοδιοξείδιο του θείου (SO2), το μονοξείδιο του άνθρακα (CO), τα αιωρούμενα σωματίδια (PM10 – PM2,5), τα οξείδια του αζώτου (ΝΟ, ΝΟ2), το όζον (Ο3) και τους κυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες, βασικός δείκτης των οποίων είναι το βενζόλιο (C6H6).
Το έτος 2010 και στις πέντε περιοχές της Θεσσαλονίκης, όπου γίνεται έλεγχος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης (Κέντρο Πόλης, Ανατολική και Δυτική Θεσσαλονίκη, Άνω Πόλη και Τούμπα), παρατηρήθηκε μείωση ή σταθεροποίηση των επιπέδων των ρύπων με βάση τα διεθνή πρότυπα που έχουν θεσμοθετηθεί για να αξιολογείται η ποιότητα του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος μιας περιοχής.
Στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια έχει παγιωθεί μια αντίληψη, που αδικεί την πόλη και η οποία θεωρεί ως αντιπροσωπευτική για ολόκληρη την πόλη την ατμοσφαιρική ρύπανση που παρατηρείται στο εμπορικό κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα σε ένα Σημείο Αιχμής, στη θέση του παλιού Δημαρχείου (Σταθμός Εγνατίας). Οι τιμές στο σημείο αυτό είναι υψηλές, έχουν όμως περιορισμένη δυσμενή επίδραση στην υγεία του γενικού πληθυσμού της πόλης, λόγω του μικρού αριθμού αποδεκτών που εκτίθενται σε αυτές. Επειδή, σαν υπηρεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης δραστηριοποιούμαστε στον τομέα του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος, κρίνουμε σκόπιμο για μια ακόμη φορά να επισημάνουμε, ότι το «νέφος» σε κάθε περιοχή της πόλης έχει τη δική του ταυτότητα και ότι οι τιμές στο σταθμό της Εγνατίας δεν είναι αντιπροσωπευτικές για ολόκληρη την πόλη.
Το νέο στοιχείο, που προέκυψε το έτος 2010, είναι ότι στους παράγοντες που γνωρίζαμε ότι επηρέαζαν τα επίπεδα των ρύπων, φαίνεται να έχει προστεθεί ακόμη ένας, η οικονομική ύφεση. Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης, οδήγησε τα περισσότερα σπίτια να μειώσουν την κατανάλωση καυσίμου για θέρμανση. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε επίσης και ο ήπιος χειμώνας του 2010, γεγονός που βοήθησε τα νοικοκυριά να καταναλώσουν λιγότερο πετρέλαιο από τα προηγούμενα έτη για τη θέρμανση του σπιτιού τους. Ταυτόχρονα, η αλματώδης αύξηση στην τιμή της βενζίνης, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη ακρίβεια, τις μειώσεις μισθών και την ανεργία, αποτέλεσε τη βασική αιτία για τον περιορισμό των μετακινήσεων των Θεσσαλονικέων. Οι πολίτες περιόρισαν τις μετακινήσεις με το ΙΧ, ενώ γύρισαν την πλάτη και στα ταξί, που πλέον κάνουν ουρές χωρίς να κινούνται στις πιάτσες. Παράλληλα, τα αυξημένα τέλη κυκλοφορίας και συντήρησης των οχημάτων οδήγησαν αρκετούς πολίτες να προχωρήσουν σε προσωρινή ακινησία των ΙΧ αυτοκινήτων τους (κατάθεση πινακίδων στις Εφορίες). Τέλος, η μειωμένη ζήτηση οδήγησε σε μείωση της βιομηχανικής δραστηριότητας και στο κλείσιμο ορισμένων επιχειρήσεων. Έτσι, η οικονομική ύφεση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι εκπομπές των αέριων ρύπων από τις τρεις πιο σημαντικές πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης, τις μεταφορές, τη θέρμανση και τη βιομηχανία. Με βάση τα παραπάνω, η οικονομική κρίση του 2010 φαίνεται να είχε σαν παράπλευρη θετική επίπτωση τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη.
Στο γνωστό και ευαίσθητο σημείο του ατμοσφαιρικού περιβάλλοντος της Θεσσαλονίκης, που σχετίζεται με τα αιωρούμενα σωματίδια, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το έτος 2010 η μεταφορά σκόνης από τη Σαχάρα έκανε την εμφάνισή της στην περιοχή της Θεσσαλονίκης δύο φορές και έγινε αισθητή με εντυπωσιακό τρόπο (εναπόθεση κίτρινης σκόνης). Το πρώτο επεισόδιο παρατηρήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου και το δεύτερο στις 10-12 Νοεμβρίου. Οι ανθρωπογενείς πηγές ρύπανσης είναι αναμφισβήτητα σημαντικότερες από τις φυσικές, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για αστικό περιβάλλον. Ωστόσο, καιρός είναι να παρουσιαστεί και να αναδειχθεί η συμβολή και η σημασία της σκόνης, που μεταφέρεται από τη Σαχάρα, στη διαμόρφωση κάποιων αφύσικα υψηλών τιμών PM10 που παρατηρούνται με μικρή αλλά όχι αμελητέα συχνότητα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Στη συνέχεια γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση των συγκεντρώσεων των ρύπων που παρατηρήθηκαν το έτος 2010. Λαμβάνοντας σαν κριτήριο τη συχνότητα εμφάνισης υπερβάσεων των Οριακών τιμών, που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ατμοσφαιρικοί ρύποι στην περιοχή της Θεσσαλονίκης κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες.
- Ρύποι για τους οποίους οι τιμές είναι κάτω από τα νομοθετημένα όρια : SO2 & CO
Διοξείδιο του θείου (SO2)
Οριακές τιμές: Α) Μέση ημερήσια συγκέντρωση ≤ 125 μg/m3. Β) Ωριαία συγκέντρωση ≤ 350 μg/m3.
Το έτος 2010 μετρήσεις SO2 έγιναν σε τρεις σταθμούς (Εγνατίας, Μαρτίου και Λαγκαδά). Οι υψηλότερες ημερήσιες τιμές, που παρατηρήθηκαν στους σταθμούς αυτούς ήταν: 24 μg/m3(Στ. Εγνατίας), 19 μg/m3(Στ. Μαρτίου), 19 μg/m3(Στ. Λαγκαδά). Διαχρονικά, οι συγκεντρώσεις του SO2 εμφανίζουν πτωτική τάση. Η μείωση των συγκεντρώσεων του διοξειδίου του θείου οφείλονται σε μια σειρά επιτυχημένων μέτρων και παρεμβάσεων, που ελήφθησαν στο παρελθόν και οδήγησαν σε πλήρη αποκλιμάκωση των συγκεντρώσεων του SO2 (βελτίωση ποιότητας καυσίμων, απόσυρση οχημάτων, διείσδυση φυσικού αερίου).
Μονοξείδιο του άνθρακα (CO)
Οριακή τιμή: Α) Μέγιστη ημερήσια συγκέντρωση κυλιόμενου οκταώρου ≤ 10 mg/m3.
Το έτος 2010 μετρήσεις CO έγιναν σε τρεις σταθμούς (Εγνατίας, Μαρτίου και Λαγκαδά). Οι υψηλότερες τιμές κυλιόμενου οκταώρου που παρατηρήθηκαν στους σταθμούς αυτούς ήταν: 7,0 mg/m3(Στ. Εγνατίας), 6.6 mg/m3(Στ. Μαρτίου), 4,0* mg/m3 (*58% πληρότητα)(Στ. Λαγκαδά).
Οι συγκεντρώσεις του CO εμφανίζουν διαχρονικά σαφή πτωτική τάση σε όλους τους Σταθμούς του Δημοτικού Δικτύου, γεγονός που οφείλεται στο σύστημα της απόσυρσης αυτοκινήτων παλαιάς τεχνολογίας, καθώς και στην αποτελεσματικότητα μετατροπής του CO σε CO2 από τις καταλυτικούς μετατροπείς των νέων αυτοκινήτων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των τιμών του CO, που αποδίδεται στη γήρανση του στόλου και στη μη αλλαγή του καταλύτη .
Συμπερασματικά και με βάση τα παραπάνω δεδομένα φαίνεται ότι το διοξείδιο του θείου (SO2) και το μονοξείδιο του άνθρακα (CO) δεν αποτελούν πλέον πρόβλημα για το ατμοσφαιρικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης.
- Ρύποι για τους οποίους γενικά οι τιμές είναι κάτω από τα νομοθετημένα όρια εκτός τοπικών εξαιρέσεων: (ΝΟ2) & (C6H6)
Διοξείδιο του αζώτου (ΝΟ2)
Οριακές τιμές: Α) Ωριαία συγκέντρωση ≤ 200 μg/m3 Β)Μέση ετήσια συγκέντρωση ≤ 40 μg/m3.
Το έτος 2010 μετρήσεις ΝΟ2 έγιναν σε τρεις σταθμούς (Εγνατίας, Μαρτίου και Επταπυργίου). Οι υψηλότερες ωριαίες συγκεντρώσεις που παρατηρήθηκαν στους παραπάνω σταθμούς ήταν: 206 μg/m3(Στ. Εγνατίας), 165 μg/m3(Στ. Μαρτίου), 114 μg/m3 (Στ. Επταπυργίου). Το 2010 παρατηρήθηκε μόνο μια υπέρβαση στο σταθμό της Εγνατίας, ενώ το 2009 οι υπερβάσεις της ωριαίας τιμής των 200 μg/m3, που παρατηρήθηκαν στον ίδιο σταθμό ήταν 18.
Οι μέσες ετήσιες συγκεντρώσεις που παρατηρήθηκαν στους παραπάνω σταθμούς ήταν: 93 μg/m3(Στ. Εγνατίας), 37 μg/m3(Στ. Μαρτίου), 28 μg/m3 (Στ. Επταπυργίου). Το έτος 2010 υπέρβαση της ετήσιας οριακής τιμής των 40 μg/m3 παρατηρήθηκε μόνο στο σταθμό της Εγνατίας, ενώ η μέση ετήσια τιμή στο σταθμό της Μαρτίου για πρώτη χρονιά έπεσε κάτω από την οριακή τιμή των 40 μg/m3 και έφθασε τα 37 μg/m3. Οι αντίστοιχες τιμές του 2009 ήταν 103 μg/m3 για το σταθμό της Εγνατίας και 41 μg/m3 για το σταθμό της Μαρτίου.
Βενζόλιο (C6H6)
Οριακή τιμή: Α) Μέση ετήσια συγκέντρωση ≤ 5 μg/m3
Το έτος 2010 μετρήσεις C6H6 έγιναν στο σταθμό της Μαρτίου*. Η μέση ετήσια συγκέντρωση που παρατηρήθηκε το έτος 2010 στο Σταθμό της Μαρτίου ήταν 2,4 μg/m3. Η κατάταξη του βενζολίου στην κατηγορία αυτή των ατμοσφαιρικών ρύπων οφείλεται στο γεγονός ότι παλαιότερες μετρήσεις που έγιναν στο σταθμό της Εγνατίας έδειξαν υπέρβαση του θεσμοθετημένου ορίου των 5 μg/m3. Συγκεκριμένα στην περιοχή του κέντρου (Σταθμός Εγνατίας), η μέση ετήσια συγκέντρωση του C6H6 βρέθηκε στα 8,5±2,4 μg/m3 για την περίοδο 2005 – 2006.
*Η μέτρηση του βενζολίου και των άλλων αρωματικών υδρογονανθράκων γίνεται με τη μέθοδο της αέριας χρωματογραφίας που απαιτεί για μετρήσεις πεδίου (monitoring) ένα ακριβό εξοπλισμό (προμήθεια, βαθμονόμηση, συντήρηση) και ιδιαίτερη προσοχή.
- Ρύποι για τους οποίους οι τιμές είναι πάνω από τα νομοθετημένα όρια: PM10 , PM2,5 & O3
Αιωρούμενα Σωματίδια ΡΜ10
Οριακές τιμές: Α) Μέση ετήσια συγκέντρωση ≤ 40 μg/m3. Α) Μέση Ημερήσια συγκέντρωση ≤ 50 μg/m3(αριθμός ανεκτών υπερβάσεων 35).
Το έτος 2010 μετρήσεις PM10 έγιναν και στους πέντε σταθμούς του Δημοτικού Δικτύου.
Τα αιωρούμενα σωματίδια PM10 αποτελούν, με βάση τα σημερινά, δεδομένα το σημαντικότερο πρόβλημα για το ατμοσφαιρικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης. Για τα αιωρούμενα σωματίδια PM10 οι πηγές μπορούν να διακριθούν τόσο στις ανθρωπογενείς, όσο και στις φυσικές. Στις ανθρωπογενείς συγκαταλέγονται η κυκλοφορία οχημάτων, η βιομηχανία και η κεντρική θέρμανση. Η χρήση φυσικού αερίου όσον αφορά τις δύο τελευταίες κατηγορίες πηγών περιορίζει σημαντικά τις εκπομπές σωματιδίων. Επίσης στις ανθρωπογενείς πηγές πρέπει να συμπεριληφθούν σωματίδια που σχηματίζονται στην ατμόσφαιρα δευτερογενώς μέσω χημικών αντιδράσεων. Στις φυσικές πηγές συγκαταλέγονται η επαναιώρηση σκόνης, τα θαλάσσια αεροζόλ, η χρήση άμμου ή αλατιού σε περίπτωση παγετού, καθώς και η μεταφορά σκόνης από ερήμους. Σε αντίθεση με το όζον, ο ρύπος αυτός εμφανίζει σχετικά υψηλές τιμές, τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Το έτος 2010 η μέση ετήσια συγκέντρωση που παρατηρήθηκε στους σταθμούς αστικού υποβάθρου, ήταν 28μg/m3 για το σταθμό της Μαλακοπής και 27 μg/m3 για το σταθμό του Επταπυργίου. Στους δύο από τους τρεις κυκλοφοριακούς σταθμούς παρατηρήθηκαν επίσης τιμές μικρότερες του θεσμοθετημένου ορίου των 40μg/m3, για μεν το σταθμό της 25ης Μαρτίου 31 μg/m3 και για το σταθμό της Λαγκαδά 39μg/m3. Έτσι, μόνο ο σταθμός της Εγνατίας, με μέση ετήσια συγκέντρωση 46μg/m3, συνεχίζει να βρίσκεται εκτός ορίων, αλλά με χαμηλότερη συγκέντρωση κατά 16% από το έτος 2009, όταν η συγκέντρωση των σωματιδίων αυτών ήταν 55μg/m3. Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένη την παρατηρούμενη γενική πτωτική τάση των τιμών και την οικονομική ύφεση, η προσέγγιση του ορίου των 40μg/m3 φαίνεται για πρώτη φορά εφικτή ακόμη και για τον σταθμός της Εγνατίας στο κέντρο της πόλης.
Η σχετική Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει για τα PM10, εκτός από την ετήσια οριακή τιμή των 40μg/m3, ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση και για τις ημερήσιες τιμές με όριο τα 50 μg/m3, για το οποίο δεν επιτρέπεται υπέρβαση για περισσότερο από 35 ημέρες ανά έτος. Για να διευκολυνθεί η σύγκριση των δεδομένων παραθέτουμε παρακάτω τον αριθμό των υπερβάσεων που παρατηρήθηκαν τα έτη 2010 και 2009.
- Σταθμός Εγνατίας 103 υπερβάσεις το έτος 2010 και 204 για το έτος 2009.
- Σταθμός Λαγκαδά 71 υπερβάσεις το έτος 2010 και 84 για το έτος 2009.
- Σταθμός Μαρτίου 49 υπερβάσεις το έτος 2010 και 59 για το έτος 2009.
- Σταθμός Επταπυργίου 25 υπερβάσεις το έτος 2010 και 29 για το έτος 2009.
- Σταθμός Μαλακοπής 37* υπερβάσεις το έτος 2010, ενώ το έτος 2009 παρατηρήθηκαν 26. *(Η αύξηση του αριθμού των υπερβάσεων στο σταθμό της Μαλακοπής οφείλεται πιθανώς σε έργα ανακαίνισης και συντήρησης του Χαρίσειου Γηροκομείου, που βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με το σταθμό της Μαλακοπής).
Το έτος 2010 παρατηρήθηκαν δύο σημαντικά επεισόδια μεταφοράς σκόνης από τη Σαχάρα.
- Στο πρώτο επεισόδιο στις 20 Φεβρουαρίου οι ημερήσιες συγκεντρώσεις PM10 που παρατηρήθηκαν ήταν: Στ Εγνατίας (211μg/m3), Στ. Μαρτίου (226 μg/m3), Στ. Λαγκαδά (232 μg/m3), Επταπυργίου (200 μg/m3), Στ. Μαλακοπής (102 μg/m3).
- Το δεύτερο επεισόδιο είχε διάρκεια τριών ημερών.
Στις 10 Νοεμβρίου οι ημερήσιες συγκεντρώσεις PM10 που παρατηρήθηκαν ήταν: Στ Εγνατίας (153μg/m3), Στ. Μαρτίου (108 μg/m3), Στ. Λαγκαδά (168 μg/m3), Επταπυργίου (143 μg/m3), Στ. Μαλακοπής (146 μg/m3).
Στις 11 Νοεμβρίου οι ημερήσιες συγκεντρώσεις PM10 που παρατηρήθηκαν ήταν: Στ Εγνατίας (196 μg/m3), Στ. Μαρτίου (166 μg/m3), Στ. Λαγκαδά (213 μg/m3), Επταπυργίου (191 μg/m3), Στ. Μαλακοπής (192 μg/m3).
Στις 12 Νοεμβρίου οι ημερήσιες συγκεντρώσεις PM10 που παρατηρήθηκαν ήταν: Στ Εγνατίας (116 μg/m3), Στ. Μαρτίου (107 μg/m3), Στ. Λαγκαδά (123 μg/m3), Επταπυργίου (100 μg/m3), Στ. Μαλακοπής (102 μg/m3).
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα φαίνεται ότι η συμβολή της μεταφερόμενης σκόνης από τη Σαχάρα είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο, που αυξάνει τον αριθμό των ημερήσιων υπερβάσεων.
Αιωρούμενα Σωματίδια ΡΜ2,5
Οριακή τιμή: Α) Μέση ετήσια συγκέντρωση ≤ 25 μg/m3(πρόσφατη Οδηγία 2008/50/ΕΚ ).
Από στοιχεία που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκύπτει ότι τα αναπνεύσιμα αιωρούμενα σωματίδια PM2,5 είναι πιο επικίνδυνα από τα εισπνεύσιμα PM10.
Το έτος 2010 μετρήσεις PM2,5 έγιναν στους σταθμούς της Εγνατίας και του Επταπυργίου.
Για την περιοχή του κέντρου της Θεσσαλονίκης (Στ. Εγνατίας), προέκυψε μια μέση συγκέντρωση PM2,5, 33 μg/m3, ενώ η αντίστοιχη μέση ετήσια τιμή για το έτος 2009 ήταν 36 μg/m3. Για την περιοχή της Άνω Πόλης (Στ. Επταπυργίου) το έτος 2010 προέκυψε μια μέση τιμή 18 μg/m3, ενώ η αντίστοιχη μέση ετήσια τιμή για το έτος 2009 ήταν 19 μg/m3.
Το τροποσφαιρικό Όζον (Ο3)
Οριακές τιμές: Α) Μέγιστη ημερήσια συγκέντρωση κυλιόμενου οκταώρου ≤ 120 μg/m3(αριθμός ανεκτών υπερβάσεων 25).
Το έτος 2010 μετρήσεις PM10 έγιναν και στους πέντε σταθμούς του Δημοτικού Δικτύου. Το τροποσφαιρικό όζον είναι ένας ρύπος που δεν εκπέμπεται απευθείας από τις πηγές ρύπανσης (οχήματα, θέρμανση, βιομηχανία). Σχηματίζεται στην ατμόσφαιρα από χημικές αντιδράσεις μεταξύ των οξειδίων του αζώτου και των πτητικών οργανικών ενώσεων που εκπέμπονται από βιομηχανικές δραστηριότητες αλλά και την αποθήκευση και διανομή βενζίνης στα πρατήρια καυσίμων, εξάτμιση οργανικών διαλυτών, βαφές κλπ. Για να πραγματοποιηθούν οι αντιδράσεις αυτές απαιτείται τόσο η ηλιακή ακτινοβολία όσο και υψηλές θερμοκρασίες, δηλαδή συνθήκες που επικρατούν συνήθως στη χώρα μας. Οι τιμές του όζοντος παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια ανοδική τάση στους σταθμούς αστικού υποβάθρου του Δημοτικού δικτύου (Στ. Επταπυργίου, Στ. Μαλακοπής).
Έτσι για το έτος 2010 παρατηρήθηκαν 7 υπερβάσεις του ορίου των 120 μg/m3(κυλιόμενο οκτάωρο) στο σταθμό του Επταπυργίου και 18 υπερβάσεις στο Σταθμό της Μαλακοπής. Το έτος 2009 παρατηρήθηκαν 2 υπερβάσεις στο σταθμό του Επταπυργίου και 12 υπερβάσεις στο Σταθμό της Μαλακοπής. Στους κυκλοφοριακούς σταθμούς (Στ. Εγνατίας, Στ. Μαρτίου, Στ. Λαγκαδά) το έτος 2010 δεν παρατηρήθηκε καμία υπέρβαση του ορίου των 120 μg/m3.
Το πρόβλημα της φωτοχημικής ρύπανσης αποτελεί ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί εγκαίρως, διότι σχετίζεται με την ταχεία αύξηση του στόλου των κυκλοφορούντων οχημάτων και του μοντέλου αστικής ανάπτυξης των «πράσινων» κηπουπόλεων και προαστίων, που οδηγεί σε αύξηση των μετακινήσεων. Με βάση αυτό το μοντέλο αυξάνεται η έκταση του αστικού ιστού και κατά συνέπεια ο όγκος των υπερκείμενων ρυπασμένων αέριων μαζών, που ενεργοποιούνται με τη βοήθεια των υψηλών θερμοκρασιών και της ηλιοφάνειας, για την παραγωγή και διόγκωση του φωτοχημικού νέφους στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου