Γράφει ο Γιώργος Βοσκόπουλος
Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Στέλνοντας πριν από μερικές μέρες ένα σχόλιο μου για τον Μίκη δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιοι θα το εκλάμβαναν ως ένα πικρόχολο σχόλιο. Δυστυχώς ως συλλογικότητα και ως άτομα έχουμε απολέσει την ικανότητα κρίσης, αποκωδικοποίησης του σημαίνοντος και των σημαινόμενων του λόγου. Τα επιφαινόμενα ισοπεδώνουν τα ουσιαστικά, ενώ ο αυτοσαρκασμός για την κοινωνία δεν δημιουργεί τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Αυτό δημιουργεί ένα κενό ανάμεσα μας σε επίπεδο επικοινωνίας, αποδομεί τις γέφυρες αφύπνισης ενός λαού που δεν μπορεί να συλλάβει μηνύματα. Το αποτέλεσμα αυτής της εγγενούς νοηματικής αδυναμίας μας εξωτερικεύεται σήμερα την ώρα που σχοινοβατούμε πάνω από το γκρεμό.
Είναι ακατανόητο το πώς ένας ύμνος στο Μίκη Θεοδωράκη μπορεί να εκληφθεί ως κριτική σε μία προσωπικότητα – σύμβολο αντίστασης της ιστορίας μας. Αποτελεί έκφανση του εθνικού δράματος που βιώνουμε σήμερα. Να γιατί τελικά χρειαζόμαστε τον Μίκη. Γιατί δεν μπορούμε να συλλάβουμε το προφανές, να λειτουργήσουμε ως αποδέκτες που επεξεργάζονται και αποκωδικοποιούν το λόγο, να αποδεσμευτούμε από τη νοηματική κλίνη του Προκρούστη στην οποία βρισκόμαστε επί μακρόν. Το πρόβλημα μας δεν είναι η συναίνεση στο έγκλημα που συντελείται σε βάρος μας, ούτε η συνεννόηση, αλλά η επικοινωνία. Δεν διαθέτουμε πλέον κώδικες επικοινωνίας, κριτικό πνεύμα, ικανότητα αναλυτικής επεξεργασίας και αποκωδικοποίησης του λόγου. Αυτό καθώς το πολιτικό σύστημα μας εκπαίδευσε με τρόπο που το ατομικό συμφέρον εξοστράκισε το συλλογικό. Μια κοινωνία κατακερματισμένη λειτουργεί στα πλαίσια ατομικών μικρόκοσμων. Με αυτόν τον τρόπο το πολιτικό σύστημα δημιούργησε ευνούχους και θεμελίωσε συστημικά την οικογενειοκρατία.
Να γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης αναγκάζεται στα 86 του να γίνει πάλι μπροστάρης αγώνων. Γιατί αγωνιά για την ικανότητα μας να κατανοήσουμε, γιατί μας δείχνει το δάσος που χάσαμε, γιατί αμφιβάλλει για το συλλογικό μας θυμικό, για τον πατριωτισμό μας, γιατί δεν εμπιστεύεται τις αισθήσεις μας και τα συλλογικά αντανακλαστικά μας. Γιατί διαβάζουμε χωρίς να καταλαβαίνουμε, κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε, καταπίνουμε χωρίς να μασάμε, υπογράφουμε χωρίς να διαβάζουμε πνιγμένοι σε έναν ωκεανό επιφαινόμενων.
Η κριτική σε ένα σχόλιο είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Μπορεί να είναι δημιουργική ή αφοριστική. Όποιος δεν αντέχει την κριτική δεν πρέπει να παίρνει θέση αλλά να σιωπά όπως κάνει η συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημιακών σήμερα. Ωστόσο προκαλεί τρόμο και αισθήματα απελπισίας η αδυναμία να περάσουμε μηνύματα. Είναι σας να πετάς μία φωτοβολίδα μέσα στη νύχτα την οποία δεν είδε κανείς. Είναι σαν να βγάζεις μία κραυγή αγωνίας που δεν την άκουσε κανείς.
Ο Μίκης, χωρίς να αποτελεί τον γκουρού του θετικισμού, προσφέρει ένα διττό δημόσιο αγαθό. Λειτουργεί ως σύμβολο και ως φορέας αφύπνισης αλλά αυτόν τον ρόλο θα έπρεπε να είχαν αναλάβει άλλοι. Αυτοί που παραιτήθηκαν του ρόλου τους ως εκφραστές του δημόσιου συμφέροντος (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι) φόρτωσαν αυτό το βάρος στις πλάτες ενός ογδονταεξάχρονου. Και εκείνος το σήκωσε αγόγγυστα. Με την πράξη του αυτή μας εξέθεσε, έδειξε τη γύμνια μας ως κοινωνία, ως εθνικό σύστημα αξιών. Αυτή είναι η προσβολή για την οποία μίλησα και κάποιοι δυστυχώς δεν κατάλαβαν. Μία υγιής, σκεπτόμενη κοινωνία δεν θα ανάγκαζε ποτέ τον Μίκη να βγει στις επάλξεις. Θα τον προστάτευε ως κόρη οφθαλμού και θα έπαιρνε τη σκυτάλη του αγώνα μόνη της. Η παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη στον κοινωνικό στίβο μάχης τονίζει την απουσία αυτών που όφειλαν εξ ορισμού και εκ ρόλου να πρωτοστατούν στην κατάθεση εναλλακτικών στρατηγικών. Ο Μίκης καλύπτει ένα κενό εκπροσώπησης, σηκώνει ένα βάρος δυσανάλογο με τα χρόνια του και δυστυχώς αυτό δεν μας ενοχλεί, δεν μας προσβάλλει. Όχι δεν πάσχει από αλτσχάιμερ, όπως τον κατηγόρησαν τα φασιστοειδή που προσπάθησαν να τον απομυθοποιήσουν. Εμείς πάσχουμε από άνοια και παχυδερμισμό, αφού η δειλία, ατολμία, πνευματική πενία και έλλειψη αντανακλαστικών τον υποχρέωσαν να ενεργοποιηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου