Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Τίς εί;

Γράφει ο Σωτήρης Τζιμούρτας
Κοινωνιολόγος
Το θέμα της ταυτότητας, είναι από τα πιο καίρια και συνάμα από τα πιο δύσκολα αντικείμενα που κάποιος μπορεί να κουβεντιάζει. Κι αυτό γιατί, κάθε άτομο ξεχωριστά θέλει να σχηματοποιεί τον εαυτό του, μέσω μιας σειράς παραγόντων οι οποίοι δεν είναι πάντοτε αληθείς. Ο Goffman στη θεωρία των ρόλων έκανε μια τομή στο τρόπο που προσεγγίζουμε την ταυτότητα, κυρίως επειδή ανέδειξε αυτή την πολυπλοκότητα. Είναι αυτό που ο Oscar Wilde αναφέρει, σε μια κορύφωση του πνευματικού ποταμού που λέγεται De Profundis, με τον πιο γλαφυρό τρόπο: «Ένας άνθρωπος που λαχταράει να ‘ναι κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του – μέλος του κοινοβουλίου ή χοντρέμπορος ή δικαστής ή κάτι εξίσου ανιαρό – πετυχαίνει πάντοτε, χωρίς εξαίρεση, να γίνει αυτό που θέλει. Αυτοί που θέλουν μάσκα, είναι αναγκασμένοι να την φοράνε!» Σε αυτό το άρθρο, θα βγάλουμε τις μάσκες κάνοντας λόγο για μια ευρύτερη ταυτότητα, που μας αφορά και μας διαμορφώνει όλους και που στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης και του κοσμοπολιτισμού δοκιμάζεται. Την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων.
Παρότι για τους περισσοτέρους η λέξη «έθνος» είναι αναγνωρίσιμη και οικεία και εύκολα τακτοποιημένη στο φαντασιακό, εντούτοις το ερώτημα – τι είναι τελικά αυτό το πράγμα που ονομάζουμε έθνος – είναι δυνατόν να απαντηθεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους που έχουν να κάνουν με το πλήθος των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών επί των οποίων η λέξη αναζητά την εφαρμογή. Έξω και πέρα από την επιστημονική διαμάχη για το ζήτημα, το έθνος είναι το καταστάλαγμα της ανάγκης ενός λαού να προβάλει το είναι του μέσα από ένα πλήθος πολιτισμικών συμβολισμών που το διαμορφώνουν. Υπ’ αυτή την έννοια, το ελληνικό έθνος, είναι ένα από τα λίγα, που αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση, που οι ελαφρές αμπελοφιλοσοφίες του Fallmerayer παραβλέπουν ή οι σκόπιμες απλουστεύσεις του Gellner αποσιωπούν. Με λίγα λόγια σε αυτό το άρθρο θα γίνει μια συνοπτική παρουσίαση των παραμέτρων, που απαντούν τόσο στον Fallmerayer για την ελληνικότητα των νέων Ελλήνων, όσο και στην γενίκευση του Gellner για το κατά πόσο είναι ή όχι το ελληνικό έθνος μια κατασκευή του μοντερνισμού όπως κάποια άλλα (π.χ. τα έθνη των αποικιών της Αμερικής και της Αφρικής ή κάποια έθνη της πρώην ΕΣΣΔ).
 Επειδή το έθνος και ο πολιτισμός, είναι δύο έννοιες που βαδίζουν δίπλα διπλά στον δρόμο της διαχρονίας, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε, ορισμένες παρανοήσεις. Μια συχνή παρανόηση, αφορά τον πολιτισμό σε σχέση με την κουλτούρα. Η κουλτούρα, αντλεί την προέλευση της στην ύπαιθρο (agriculture), ενώ ο πολιτισμός στο άστυ (Civil, Civilization). Δικαίως λοιπόν, μια κοινωνία αγροτική που η βιομηχανική επανάσταση την οργάνωσε και αστικά, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, να συγχέει τα δύο, καθώς νοηματικά και τα δύο αφορούν γνώση και τρόπο, με διαφορετική ωστόσο αναφορικότητα. Για τους Έλληνες όμως, ο πολιτισμός είναι αυτόχθων, ενώ η κουλτούρα δάνειο από την Λατινική. Μια κοινωνία, στην οποία η αστική ολοκλήρωση αντλεί την ύπαρξη της απ τις Μυκήνες, ως την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, είναι ουσιαστική παραφθορά να ερμηνεύεται με όρους κουλτούρας (όπως κάνει ο Gellner), γιατί αδυνατίζει την ιστορική ροή που ο πολιτισμός διασφαλίζει εννοιολογικά. Μια άλλη παρανόηση, που σκόπιμα γίνεται από αρκετούς, αφορά αυτή καθ’ αυτή την έννοια του έθνους. Όταν μιλάμε για ελληνικό έθνος, η λέξη Nation δεν έχει εφαρμογή και κακώς χρησιμοποιείται αντί για την λέξη Ethnie. Και τούτο γιατί όντως το Nation πρωτοεμφανίζεται ως νεοτερικό παράγωγο, σε αντίθεση με την ίδια την λέξη έθνος που ξεκινάει απ’ τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο, έως τον Λέοντα τον Γ΄ και σήμερα. Συνεπώς, κάποιος που σκοπίμως χρησιμοποιεί το πρώτο για να περιγράψει κάτι το οποίο αφορά το δεύτερο, τότε επιδεικνύει είτε ανεπάρκεια, είτε δόλο.
 Η πρόθεση μου να βγάλω τις μάσκες, αφορά κατά κύριο λόγο την πρόθεση να αποκατασταθεί μια ιστορική αδικία που οι ίδιοι οι Έλληνες, προκαλούμε στο έθνος μας, δηλαδή στο είναι μας. Όταν στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, οι Έλληνες λόγιοι επέλεξαν να κάνουν μια άμεση διασύνδεση με την αρχαία Αθήνα του Περικλή, σκοπίμως προκάλεσαν μόνοι τους μια ιστορική ασυνέχεια χιλίων οκτακοσίων ετών, δίνοντας το πάτημα σε στρεβλώσεις και ιστορικές παραφθορές. Βέβαια, αυτή η σκοπιμότητα θα πρέπει να εννοηθεί υπό το πρίσμα της εποχής και το ευρύτερο συμφέρον του έθνους να απελευθερωθεί από τους Οθωμανούς, αλλά και από την διάθεση του να ξεχάσει εποχές που πλήγωσαν ένα γόητρο που οι συνθήκες το καλούσαν να ανυψωθεί και πάλι. Έτσι, ο Κοραής, ο Ρήγας και οι άλλοι επικεντρώθηκαν στην αρχαιότητα, αφενός με σκοπό να κερδίσουν την συμπάθεια των συμμάχων (οι οποίοι μετά τον διαφωτισμό ανακάλυψαν το μεγαλείο των αρχαίων ελληνικών κειμένων) και αφετέρου να ανυψώσουν το ηθικό των κατεκτημένων πληθυσμών μέσα από τα κατορθώματα της αρχαιότητας.
 Το ελληνικό έθνος όμως, δεν περιορίζεται έτσι. Διάγει, με φάρο την ίδια την ελληνικότητα του, την ιστορία, συνεχώς και αδιάλειπτα, μέχρι και σήμερα. Η μακεδονική ηγεμονία, που ακολούθησε τους κλασσικούς χρόνους, υπήρξε η πρώτη ενοποίηση του χώρου και του πολιτισμού σε μια επικράτεια εννοούμενη ως Ελληνική, με κοινή γλώσσα την Αττική διάλεκτο και κοινά ήθη και έθιμα. Η διάσπαση της επικρατείας του Αλεξάνδρου, σε ηγεμονίες συνδεδεμένες μεταξύ τους, όπως των Πτολεμαίων, των Σελευκιδών κλπ διαμόρφωσε μια περίοδο ανοίγματος του έθνους που είναι ευρύτερα γνωστή ως Ελληνιστικοί χρόνοι. Η Ρωμαϊκή κατάκτηση, μικρή επίπτωση είχε σε αυτό καθ’ αυτό το έθνος, μιας και (όπως και σε κάθε άλλη κατεκτημένη επαρχία) οι Έλληνες δεν αποστερήθηκαν του δικαιώματος τους να μιλούν την γλώσσα τους. Ταυτόχρονα τα κοινά ήθη και έθιμα (κατά κύριο λόγο λατρευτικά) σε αντίθεση με άλλους παλαιούς λαούς της κατεκτημένης υπό την Ρώμη ανατολής, μετέτρεψε εν τέλει τον Ελληνισμό να θεωρεί τον εαυτό του αναπόσπαστό και οργανικό μέλος της.
 Μέχρι εδώ, καμία ένσταση δεν εγείρεται. Τα πρόβληματα των σκεπτικιστών της ελληνικότητας ξεκινούν, από την στιγμή που αρχίζει η περίοδος του Βυζαντίου. Πριν ξεκινήσουμε την συνοπτική επισκόπηση αυτής της περιόδου, αξίζει να ξεκαθαριστεί μια ακόμη παρανόηση, αυτή την φορά δική μας. Αυτή αφορά την λέξη Γραικός. Η λέξη Γραικός που είναι η πηγή της διεθνούς ονομασίας μας (Greek), είναι η πολύτιμη κληρονομιά μας και ο συνδετικός κρίκος του παλιού και του νέου. Κατά έναν περίεργο τρόπο όμως, είτε από ηλιθιότητα, είτε από αμάθεια, είτε από σκοπιμότητα, η λέξη αυτή έχει δαιμονοποιηθεί στο συνειδησιακό των νεοελλήνων. Στην περίοδο του Βυζαντίου, οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας απάρτιζαν ένα και μοναδικό έθνος, το έθνος των χριστιανών. Με το ομόδοξο ως πρωταρχικό στοιχείο, η λέξη Έλλην αποκτά αρνητική χρειά καθώς αντιπροσωπεύει τον ειδωλολάτρη πιστό του δωδεκαθέου. Έτσι ο όρος Έλληνας, χάνει την εθνική του αναφορικότητα και αποκτά θρησκευτική σημασία συμπεριλαμβάνοντας τους πάντες (Ρωμαίους κ.α.) που εμμένουν στις παλιές δοξασίες. Αυτή η παρανόηση, που δεν αφορά τους Έλληνες αλλά τους ειδωλολάτρες εν γένει, αποτελεί ένα πρώτο επιχείρημα, όσων αφελώς ισχυρίζονται τον αφελληνισμό της περιόδου αυτής. Όμως, όπως και οι περισσότεροι Ρωμαίοι, έτσι και οι περισσότεροι Έλληνες υπήκοοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, υιοθέτησαν την νέα δοξασία. Το ζήτημα λοιπόν που ανέκυψε, ήταν το εθνοτικό για αυτούς τους πληθυσμούς εντός της αυτοκρατορίας, που ήταν Έλληνες, μιλούσαν Ελληνικά και πίστευαν στον Χριστό. Αυτό το πρόβλημα ήρθε να το λύσει η λέξη Γραικός. Έτσι, οι Έλληνες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ήταν Χριστιανοί στο θρήσκευμα σε ένα μεγάλο χριστιανικό έθνος, Ρωμαίοι υπήκοοι (ρωμιοί) και Γραικοί εθνοτικά – δηλαδή στην προέλευση. Όπως εξαιρετικά επισημαίνει για το ζήτημα ο μεγάλος ιστορικός Νίκος Σβορώνος, «Οι Έλληνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δίπλα στο κοινό όνομα Ρωμαίος (Ρωμιός), που δίνεται σε όλους τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από εθνολογική προέλευση, χρησιμοποιούν ήδη από τον 6ο αιώνα τον όρο Γραικός, παλαιό όνομα των Ελλήνων, όταν θέλουν να δηλώσουν την ελληνική τους εθνότητα και να διακριθούν από τους μη ελληνικούς πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας. Τον όρο Γραικός, τον βρίσκουμε στον ιστορικό Πρίσκο (6ος αι.), που αναφέρει ότι κάποιος που μιλάει ελληνικά θεωρείται Γραικός το γένος, στον Προκόπιο που τον χρησιμοποιεί δίπλα στον όρο Έλλην για τους κατοίκους της Ελλάδας, στον Ησύχιο που ερμηνεύει Γραικός, Έλλην, στον Θεόδωρο Στουδίτη, στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και σε άλλους.» Επιπροσθέτως, αξίζει να αναφερθεί η εξαιρετική επισήμανση της Ελένης Αρβελέρ, πως μεταξύ άλλων η 4η σταυροφορία εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1204, ήταν υπό τον μανδύα της Contra Grecus. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της λέξης, ως σημείο αναφοράς και αναγνώρισης εθνοτικού τύπου, είναι η χρήση της ως παρωνύμιο του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Ο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος, ήδη από τα χρόνια του στο Τολέδο(1577), ήταν γνωστός ως El Greco και όχι ως El Otto (που αφορά τον προερχόμενο απ την Οθωμανική ανατολή), ούτε ως El Romano (που θα αφορούσε τον καταγόμενο απ την ανατολική Ρώμανία, δηλαδή το Βυζάντιο).
 Αναμφίβολα, η γλώσσα είναι ο φορέας της ελληνικότητας και εκείνη που σε δύσκολες εποχές, περιέσωσε την συνοχή και τον χαρακτήρα του Ελληνικού Έθνους. Ακόμα και στα 550 περίπου χρόνια που επιβάλλεται η Λατινική ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας, η Ελληνική γλώσσα παραμένει ως η μοναδική καθομιλουμένη γλώσσα στον Ελλαδικό χώρο. Όταν η μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία των γραμμάτων, ο Πατριάρχης Φώτιος ο Α΄, καθιερώνει με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Γ΄ και πάλι την Ελληνική, ως επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας στα 860μ.χ. περίπου, μέσα σε έναν χρόνο ολόκληρος ο ντόπιος Ελλαδικός πληθυσμός μιλάει και γράφει την νέα-παλιά γλώσσα, σαν να μην μεσολάβησε η αποκαθαίρεση της στα προηγούμενα χρόνια.
(Στο επόμενο άρθρο, θα αναφερθούμε στις περίφημες επιδρομές των Σλάβων, στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου και στην Οθωμανική εποχή. Και τελικά θα δούμε πόσο σπουδαία κληρονομία, είναι αυτή η γλώσσα που τόσο την κακοποιούμε με το λατινικό αλφάβητο στις μέρες μας, παρότι είναι η μοναδική ζωντανή γλώσσα της αρχαιότητας μαζί με την Κινεζική.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ [kathimerini.gr]

ΤΟ ΕΙΔΕΣ. ΤΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΕΣ;

Μια νύχτα στη μεσαιωνική πόλη, Ρόδος 2011 @Γιάννης Θ. Κεσσόπουλος