angelaziouti@yahoo.gr
Όταν η Λίζα γύρισε από το Λονδίνο με το αγόρι της για ολιγοήμερες διακοπές στο πατρικό της -κάπου σε μια επαρχιακή πόλη της κεντρικής Ελλάδας- η χαρά των γονιών της ήταν απερίγραπτη. Όχι, μόνο επειδή θα βλέπανε τη μοναχοκόρη τους μετά από πολλούς μήνες λόγω των σπουδών της στη βρεττανική πρωτεύουσα, αλλά και για την εκπληκτική επιλογή του φίλου της: ο Άλφρεντ εκτός από κούκλος είναι και πολύ τζέντλεμαν. Μόνο που ο Άλφρεντ δεν είναι Άγγλος. Είναι Αλβανός. Οι γονείς της Λίζας δεν μπορούν με τίποτα να το καταπιούν αυτό! Μα, να πάρει η κόρη τους, μεγαλωμένη με όλα της τα λούσα, Αλβανό;
Άλλα όνειρα έκαναν για την μοσχοαναθρεμμένη τους... Όταν μάλιστα καταφθάνουν και οι γονείς του Άλφρεντ από την Αλβανία η κατάσταση χειροτερεύει. Πως να εμφανίσουν τους συμπέθερους από τα Τίρανα, την Κλαμπέτα και τον Μπουκουράν δηλαδή, στο νεοπλουτίστικο κύκλο τους;
«Ακούς, εκεί η κόρη μας να πάρει έναν Αλβανό», θα μουρμουράει ο Λυκούργος – πατέρας της Λίζας – μετρώντας με το πιεσόμετρο την πίεση του.
Η παραπάνω ιστορία εκτός από ένα σπαρταριστό θεατρικό σενάριο, είναι και ένα τεστ μέτρησης ρατσισμού του μέσου Έλληνα. Όντας ο ίδιος, από τις αρχές του 20ου αιώνα και για πολλές δεκαετίες ακόμη, μετανάστης, ράγιζε η καρδιά του, όταν τον αποκαλούσαν στο εργοστάσιο κάπου στο Μόναχο, στη Νυρεμβέργη ή στο Ντύσελντορφ «γκάστερμπάιντερ» και όταν ακόμη γύριζε τα καλοκαίρια με την οικογένειά του στην πατρίδα να είναι ο λαζογερμανός. Ξένος παντού να αναζητάει παρηγοριά στη σπαρακτική φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, όταν ερμηνεύει “το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό”. Σίγουρα θα υπάρχει και για τους Αλβανούς, ο δικός τους Καζαντζίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου